Οι θυρεοειδικές ορμόνες ρυθμίζουν μια σειρά μεταβολικών δραστηριοτήτων σε όλο το σώμα.
Οι δύο κύριες ορμόνες που εκκρίνονται από τον θυρεοειδή αδένα είναι η θυροξίνη, η οποία περιέχει 4 άτομα ιωδίου (Τ4) και η τριιωδοθυρονίνη (Τ3). Η παραγωγή Τ3 στον θυρεοειδή αδένα αποτελεί περίπου το 20% της συνολικής παραγωγής T3. Το υπόλοιπο δημιουργείται από τη μετατροπή (αποϊωδίωση) της Τ4 σε Τ3 στους περιφερικούς ιστούς.
Τα κυκλοφορούντα επίπεδα της Τ4 είναι πολύ μεγαλύτερα από τα επίπεδα της Τ3, αλλά η Τ3 αλλά είναι βιολογικά πιο δραστική ορμόνη, 3-4 φορές πιο ισχυρή από την Τ4.
Οι ορμόνες του θυρεοειδούς κυκλοφορούν δεσμευμένες κυρίως με πρωτεΐνες-φορείς (π.χ. τη σφαιρίνη σύνδεσης των ορμονών του θυρεοειδούς [TBG], την προλευκωματίνη και την αλβουμίνη) και πρέπει να ξέρουμε ότι μόνο ένα μικρό ποσό των ορμονών κυκλοφορεί αδέσμευτο (ελεύθερο).
Μόνο οι ελεύθερες μορφές είναι όμως μεταβολικά ενεργές. Η συνολική Τ3 αποτελείται από το άθροισμα της δεσμευμένης και της αδέσμευτης μορφής.
Τι καθορίζει τις τιμές της T3; Πότε έχουμε χαμηλή Τ3 και πότε υψηλή Τ3;
- Σε περίπτωση υποθυρεοειδισμού τόσο τα επίπεδα της Τ4 όσο και αυτά της Τ3 μειώνονται. Η τιμή της Τ3 στους υποθυρεοειδικούς ασθενείς είναι συνήθως η τελευταία που θα επηρεαστεί. Οι ασθενείς αυτοί μπορεί να έχουν σοβαρό υποθυρεοειδισμό με υψηλή TSH και χαμηλή fT4, αλλά να έχουν μια φυσιολογική Τ3.
- Τα επίπεδα της Τ3 είναι συχνά χαμηλά και σε ασθενείς που πάσχουν από κάποια βαριά ασθένεια ή σε νοσηλευόμενους ασθενείς, ακόμα και αν η TSH κυμαίνεται στα φυσιολογικά επίπεδα, κι αυτό γιατί αναστέλλεται η μετατροπή της Τ4 σε Τ3.
- Παθολογικές συγκεντρώσεις στις πρωτεΐνες δέσμευσης μπορεί να οδηγήσουν σε αποτελέσματα Τ3 εκτός του φάσματος αναφοράς, αν και ο ασθενής μπορεί να είναι σε ευθυρεοειδική κατάσταση. Τέτοιες αλλαγές στις συγκεντρώσεις των πρωτεϊνών μπορεί να συμβούν σε περίπτωση εγκυμοσύνης.
- Ακόμη, αρκετά φάρμακα μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσουν σε αλλαγές στις τιμές Τ3. Η θεραπεία με αμιωδαρόνη, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των τιμών Τ3. Η φαινυτοΐνη, η φαινυλβουταζόνη και τα σαλικυλικά οδηγούν επίσης σε απελευθέρωση της Τ3 από τις πρωτεΐνες δέσμευσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να προσδιορίζεται η ελεύθερη Τ3.
- Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά τη λήψη αντισυλληπτικών χαπιών μπορεί να βρίσκουμε υψηλά επίπεδα ολικής T4 και T3. Αυτό συμβαίνει επειδή τα οιστρογόνα αυξάνουν τα επίπεδα των πρωτεϊνών δέσμευσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι καλύτερο να εμπιστευτούμε την TSH και κυρίως την ελεύθερη T4 για την αξιολόγηση του θυρεοειδούς.
- Αυξημένη Τ3 μπορεί έχουμε συγκεκριμένα στις εξής περιπτώσεις: Συγγενή αύξηση της σφαιρίνης δεσμεύουσας τη θυροξίνη, οικογενή δυσαλβουμιναιμική υπερθυροξιναιμία, νηστεία, νόσο του Graves, διαβίωση σε μεγάλα υψόμετρα, υπερθυρεοειδισμό, εγκυμοσύνη, ψυχιατρικά νοσήματα, Τ3-θυρεοτοξίκωση καθώς και μετά την κατανάλωση των εξής φαρμάκων: αντιθυρεοειδικά φάρμακα, δεξτροθυροξίνη, τρομεθαμίνη, οιστρογόνα, ηρωίνη, λίθιο, L-τριιωδοθυρονίνη, μεθαδόνη, από του στόματος αντισυλληπτικά, ριφαμπικίνη, τερβουταλίνη, θυροξίνη.
- Μειωμένη Τ3 μπορεί να παρουσιαστεί στις εξής περιπτώσεις: Nευρική ανορεξία, εκλαμψία, σε ηλικιωμένους ασθενείς, γενετική ανεπάρκεια της σφαιρίνης δεσμεύουσας τη θυροξίνη, βρογχοκήλη (που προκαλείται από ανεπάρκεια ιωδίου), κίρρωση του ήπατος, ανεπάρκεια ιωδίου (σοβαρή), μυξοίδημα, παχυσαρκία, αιμοκάθαρση, μετά από χειρουργική επέμβαση (προκαλείται από το στρες), προεκλαμψία, θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο, νεφρική ανεπάρκεια, έντονη και παρατεταμένη νηστεία, θυρεοειδεκτομή, καθώς και μετά από χορήγηση των εξής φαρμάκων: αμιοδαρόνη, ανδρογόνα, αντιθυρεοειδικά φάρμακα, ασπαραγινάση, σιμετιδίνη, δεξαμεθαζόνη, φενκλοφενάκη, φενοπροφένη, ιωδιωμένα σκιαγραφικά, ιοπανοϊκό οξύ, ισοτρετινοΐνη, ενώσεις λιθίου, φαινυτοΐνη, προπρανολόλη, προπυλθειοουρακίλη, σαλικυλικά, βαλπροϊκό οξύ.
Συνδυασμός Τ3 και Τ4 στη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού
Αν και πολλές μελέτες δεν απέδειξαν σαφές όφελος στη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού με το συνδυασμό T4 και T3, υπάρχει ένα συνεχές ενδιαφέρον για αυτή τη θεραπευτική προσέγγιση.
Αρκετοί ασθενείς αναφέρουν μάλιστα βελτίωση στα συμπτώματα και στην ποιότητα ζωής με έναν συνδυασμό Τ4 και Τ3, ιδιαίτερα εκείνοι οι ασθενείς που δεν αισθάνονται εντελώς φυσιολογικά μετά από τη θεραπεία με Τ4 και μόνο.